Ξημερώνει σιγά σιγά..
Κοιτώ τ ’αστέρια πριν χαθούν στο φως του ήλιου.
Κοίταξε τα πως κινούνται..
Πότε δεξιά , πότε αριστερά..
Όλα είναι τόσο μικρά, και λάμπουν σαν τις χαμένες ελπίδες..
Το ξημέρωμα με βρίσκει πάλι παρέα με μια βουβή μέθη..
Ένα με το μπουκάλι ξανά.!
Αυτές τις ώρες λίγο πριν το χάραμα με πνίγει η στεναχώρια, καθώς ο νους γυρίζει στα παλιά..
Σ’ εκείνα που μείναν πίσω..
Σε χρειάζομαι.. Σε χρειαζόμουν τότε..
Έφυγες κι έμεινα μόνος..
Μόνος στο πλήθος,
Μόνος στη βουή των άψυχων δρόμων..
Μόνος να βρίσκομαι στο χάραμα παρέα μ’ ένα μπουκάλι αδειανό ..να μετράω τις ώρες ..να αναπολώ τον χρόνο..
Γόπες μισοσβησμένων τσιγάρων στο χώμα..
Φυσάει.. Κρυώνω..
Πρέπει να φύγω ,να πάω σπίτι μου..
Θα με περιμένουν..
Θα με περιμένουν τα ‘’παιδιά μου’’..
‘’η γυναίκα μου’’ ..
Ναι, η γυναίκα μου..
Περπατάω στον σκοτεινό δρόμο ,μα δεν φτάνω..
Φαίνεται ατελείωτος..
Κόπιασα.. Έκατσα να ξαποστάσω..
Διψάω.. Κρυώνω ..
Οι πρώτες ψιχάλες αγγίζουν το κορμί μου.
Πρέπει να φύγω..
Ένας σκύλος στο δρόμο με κοιτά στα μάτια γεμάτος θλίψη..
<<Έλα μαζί μου φιλαράκο.. θα σε λέω Τίτο..>>
Έφτασα σπίτι..
Κουκουλώθηκα στο κρύο παλτό μου και ξάπλωσα μέσα στην κρύα κούτα..
<<Φίλε Τίτο, αυτό είναι το σπίτι μου, αυτή είναι η ζωή μου..
Μάνα δεν έχω, ούτε παιδιά ,γυναίκα να περιμένει.. ένας ζητιάνος είμαι μ’ ένα κρασί στο χέρι..
Έτσι περνώ εγώ τα βράδια κ τις μέρες..
όνειρα που χάθηκαν στου χωρισμού τις τρέλες.
Κάποτε όλα ήτανε εδώ..
μαζί μου κάθε βράδυ..
μα τώρα φίλε είναι αργά..
η ελπίδα έχει πεθάνει..
Έλα σου λέω.. Μη φοβού
Κάτσε εδώ κοντά μου
Φίλους δεν έχω μήτε λεφτά..
Χάνω τα λογικά μου…>>
Ο ζητιάνος